ασκλάβωτος

ασκλάβωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί
2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος
3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος
4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασκλάβωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν υποδουλώθηκε, ο ελεύθερος: Οι Σουλιώτες σ όλη την τουρκοκρατία έμειναν ασκλάβωτοι. 2. ελεύθερος από υποχρεώσεις, αδέσμευτος, διαθέσιμος: Το χτήμα εκείνο το χω ασκλάβωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδούλωτος — η, ο ασκλάβωτος: Ο τόπος καταχτήθηκε, η ψυχή όμως του λαού που τον κατοικούσε έμενε αδούλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”