- ασκλάβωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος.
Dictionary of Greek. 2013.